- αξαστέρωτος
- -η, -οαυτός που δεν ξαστέρωσε, συννεφιασμένος, μουντός, σκοτεινός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξαστέρωτος — η, ο επίρρ. α συννεφιασμένος, θολός, ασαφής: Το καινούριο κρασί ήταν ακόμη αξαστέρωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)